- Ταυλαντίων
- Ταυλάντιοςfem gen plΤαυλάντιοςmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άρνισσα — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Εορδαίας στη Μακεδονία, στην περιοχή του σημερινού ομώνυμου οικισμού. Εκεί υποχώρησε ο Βρασίδας από τη Λυγκηστίδα χώρα το 424 π.Χ. 2. Πόλη στις ακτές της χώρας των Ταυλαντίων, στα νότια του κάτω ρου του… … Dictionary of Greek
Γλαυκίας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ολυμπιονίκης (6ος αι. π.Χ.). Προς τιμήν του καθιερώθηκαν στα Πύθια έπαθλα αγώνων τραγουδιού με κιθάρα, αυλού και δρόμου παιδιών. 2. Αιγινήτης ανδριαντοποιός (5ος αι. π.Χ.). Φιλοτεχνούσε ανδριάντες νικητών των… … Dictionary of Greek